ἀποπνέει

ἀποπνέει
ἀποπνέω
breathe forth
pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
ἀποπνέω
breathe forth
pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
ἀποπνέω
breathe forth
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἀποπνέω
breathe forth
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) …   Dictionary of Greek

  • αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… …   Dictionary of Greek

  • ανθόπνους — ἀνθόπνους, ουν (Μ) αυτός που αποπνέει άρωμα λουλουδιών, που μοσκομυρίζει σαν λουλούδι …   Dictionary of Greek

  • δυσαής — δυσαής, ές (Α) 1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης 2. υπερβολικός, έντονος («δυσαής κρυμός» τσουχτερό κρύο) 3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία …   Dictionary of Greek

  • ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • θανατόπνους — θανατόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που αποπνέει θάνατο, που αναδίδει την οσμή τού θανάτου («ὦ φθόνε,...θανατόπνοον ἄνθος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + πνους (< πνοή), πρβλ. ά πνους, ηδύ πνους] …   Dictionary of Greek

  • κασιόπνους — κασιόπνους, ουν (Α) αυτός που αποπνέει οσμή κασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] …   Dictionary of Greek

  • οζαινώδης — ες [όζαινα] αυτός που αποπνέει κακοσμία όμοια με τής όζαινας, δύσοσμος («οζαινώδης πλευρίτιδα» πλευρίτιδα που το εξίδρωμά της είναι δύσοσμο) …   Dictionary of Greek

  • οζόστομος — ὀζόστομος, ον (Α) αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + στόμος (< στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • ροδόπνους — ουν και ῥοδόπνοος, ον, Α αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”