αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) … Dictionary of Greek
αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… … Dictionary of Greek
ανθόπνους — ἀνθόπνους, ουν (Μ) αυτός που αποπνέει άρωμα λουλουδιών, που μοσκομυρίζει σαν λουλούδι … Dictionary of Greek
δυσαής — δυσαής, ές (Α) 1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης 2. υπερβολικός, έντονος («δυσαής κρυμός» τσουχτερό κρύο) 3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία … Dictionary of Greek
ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
θανατόπνους — θανατόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που αποπνέει θάνατο, που αναδίδει την οσμή τού θανάτου («ὦ φθόνε,...θανατόπνοον ἄνθος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + πνους (< πνοή), πρβλ. ά πνους, ηδύ πνους] … Dictionary of Greek
κασιόπνους — κασιόπνους, ουν (Α) αυτός που αποπνέει οσμή κασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] … Dictionary of Greek
οζαινώδης — ες [όζαινα] αυτός που αποπνέει κακοσμία όμοια με τής όζαινας, δύσοσμος («οζαινώδης πλευρίτιδα» πλευρίτιδα που το εξίδρωμά της είναι δύσοσμο) … Dictionary of Greek
οζόστομος — ὀζόστομος, ον (Α) αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + στόμος (< στόμα)] … Dictionary of Greek
ροδόπνους — ουν και ῥοδόπνοος, ον, Α αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] … Dictionary of Greek